- δουκικός
- -ή, -ό (AM δουκικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δούκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουκικός — ή, ό αυτός που ανήκει στο δούκα: Ο προπάππος του ανήκε στη δουκική τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουκικῶν — δουκικός ducianus fem gen pl δουκικός ducianus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικόν — δουκικός ducianus masc acc sg δουκικός ducianus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικοί — δουκικός ducianus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικοῦ — δουκικός ducianus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικούς — δουκικός ducianus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικῆς — δουκικός ducianus fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικῇ — δουκικός ducianus fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκική — δουκικός ducianus fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικήν — δουκικός ducianus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)